- καταγηρασμός
- κατα-γηρασμός, ὁ, das Alter
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταγηρασμός — καταγηρασμός, ὁ (Μ) [καταγηράσκω] η γεροντική ηλικία … Dictionary of Greek
καταγηρασμόν — καταγηρασμός old age masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)